Η αγάπη του τον έκανε ξακουστό, ώστε σε λίγο να μην άδειαζε ποτέ ο πάγκος, έξω από το εξομολογητήριό του, από κόσμο, που ώρες περίμενε υπομονετικά τη σειρά του.
Κόσμος πολύς ερχόταν να του εμπιστευτή τους πόνους του. Όσο αυστηρός ήταν για τον εαυτό του, τόσο επιεικής ήταν για τους άλλους.
Ο π. Ιερώνυμος [Άγιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης] αναδείχτηκε, κυρίως, πνευματικός πατήρ ενός μεγάλου πλήθους πληγωμένου από την αμαρτία. Στάθηκε φιλόστοργος Ιατρός, επιμελητής ψυχών άριστος, φίλος που συμπονούσε στις ήττες και συνευφραινόταν στη χαρά της νίκης, διακριτικός οδηγός, προσεκτικός σύμβουλος, ακάματος, ήρεμος και γλυκύς.
Τα πρώτα χρόνια εξομολογούσε όρθιος. Άρχιζε μετά τη λειτουργία και τελείωνε πολλές φορές τα μεσάνυχτα. Συχνά, για να κερδίση χρόνο, έτρωγε ή διάβαζε επιστολές και εξομολογούσε.
Οι απαντήσεις του κάθε φορά έδειχναν όμως πόσο πρόσεχε. Δεν βιαζότανε ποτέ, παρά τ’ ότι πολλοί τον περίμεναν. Ακόμη κι όταν ήταν άρρωστος. «Λέγετε, έλεγε, αφήστε τους άλλους να περιμένουν. Εγώ εσάς θέλω να ακούσω».
Έβλεπε τις ψυχές σαν ανοιχτό βιβλίο. Είχε καταπληκτική γνώση της ανθρώπινης ψυχής. Έγραφε σ’ επιστολη του: «Όλα οφείλει να γνωρίζη ο αγαπών τα τέκνα του πνευματικός πατήρ, διά να εύκολύνη και οικονομή την σωτηρίαν των μετά διακρίσεως και φρονήσεως πολλής και συνέσεως μεγάλης και φόβου Θεού και συνειδήσεως αγαθής, διότι όταν αυτά δεν έχη, ο πνευματικός πατήρ, όχι μόνον δεν σώζει, αλλά και καταστρέφει τας ψυχάς.
Απλή προσωπική επίσκεψις δεν είναι αρκετή, απαιτείται και επιμέλεια μεγάλη να εξακριβώση και τας πληγάς και τας αιτίας των πληγών διά να θεραπεύση και να απαλλάξη από την νόσον την ψυχήν. Καθώς εκάστη ψυχή έχει ιδίαν κατάστασιν, τοιουτοτρόπως απαιτείται και ο ιδιαίτερος τρόπος της σωτηρίας της… Καθώς όλαι αι ασθένειαι δεν θεραπεύονται κατά τον αυτόν τρόπον και αμέσως, τοιουτοτρόπως και η οικονομία των ψυχών γίνεται διαφοροτρόπως»»»,
Αλλού έγραφε: «Μαζί με την χάριν του Αγίου Πνεύματος απαιτείται και η πρακτική επιστήμη του πνευματικού και η άλλη ακόμη χάρις, η οποία δωρείται παρά Θεού ως ιδιαίτερον τάλαντον, το οποίον ως χάρισμα εχάρισεν ο Θεός εις τον αγαθόν και πιστόν δούλον του των ταλάντων»,
Σπανίως έκανε ερωτήσεις στους εξομολογουμένους. Όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν τους βοηθάει μ’ ερωτήσεις, τους απαντούσε· «Δεν θέλω να σας βάλω σε αμαρτίες που δεν σκεφθήκατε. Ο καθένας γνωρίζει καλά τι έχει και τι τον βαραίνει».
Πριν την εξομολόγηση κάτι θα σε κερνούσε, θα χαμογέλαγε, θα ρωτούσε για την εργασία σου και μετά θα φόραγε το πετραχήλι του.
Διηγείται καθηγητής· «Σαν φοιτητής, τα απογεύματα πήγαινα στην Ανάληψη. Πάντα φορούσε ο Γέροντας χαμηλό καλογερικό σκουφάκι. Το κελλί του ήταν απλό. Καθότανε, δίπλα σε ένα κομοδίνο, σε μία πολυθρόνα μεγάλη. Είχε αρκετές εικόνες στους τοίχους και ένα καντήλι ακοίμητο. Πάντα κάτι θα μας προσέφερε, Θυμάμαι αυτή την στιγμή, από ένα μήλο. Μας δεχότανε με πολύ αγάπη. Δεν άρχιζε αμέσως την εξομολόγηση. Θα μας ρωτούσε για τα μαθήματα. Τι ωραίο το τότε περιβάλλον της Αναλήψεως! Γύρω στο τέλος της τέταρτης δεκαετηρίδος του αιώνος μας. Στο κελλί του ξεχώριζε η η επιγραφή: Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν. Ήθελε να μας εισαγάγη στο υψηλότερο και πνευματι κότερο περιεχόμενο της λατρείας».
Άλλος καθηγητής γράφει: «Πολλάκις ανέμενον επί ώρας διά να με δεχθή, διά το πλήθος των αναμενόντων προς εξομολόγησιν. Εξωμολόγει τους εις αυτόν προσφεύγοντας από πρωίας μέχρι βαθείας νυκτός και παρά τον κόπον τον οποίον υφίστατο καθ’ ημέραν εκ της πολυώρου νυκτερινής και πρωινής ακολουθίας, εκ του πλήθους των εξομολογουμένων ίστατο επί της επάλξεως αγωνιζόμενος προς διάσωσιν των ηγαπημένων του Θεού από τας χείρας του Βελίαρ.
Πολλάκις τον εγκατέλειπον αι σωματικαί του δυνάμεις διότι παρά την απέραντον διάθεσίν του προς εξυπηρέτησιν του τόσου πλήθους ανθρώπων εκάμπτετο υπό της κοπώσεως, έγειρε επ’ ολίγον την κεφαλήν επί του στήθους, επανελάμβανε δύναμιν τινά και εξηκολούθει το εξομολογητικόν του έργον.
Προσωπικώς υπέφερα διότι δεν ηδυνάμην να βοηθήσω τον Γέροντα και έλεγα εις εαυτόν, ότι δεν θα επανέλθω πλησίον του, παρά αφού περάση πολύς χρόνος διά να μη τον επιφορτίζω επί πλέον. Όμως, το τότε ελκυστικότατον περιβάλλον της Αναλήψεως, η έφεσις προς εξομολόγησιν, με έφερε πλησίον του. Τοσαύτην δε επιρροήν εξήσκει επ’ εμέ, λόγω της αγιότητός του, εις τρόπον ώστε έφευγον χύνων κρουνούς δακρύων, συγκρίνων την ιδικήν του αγιότητα με την ιδικήν μου αναξιότητα».
Άκουγε με προσοχή τις εξομολογήσεις και στο τέλος απαντούσε. Μερικές φορές έκανε πως κοιμόταν ή έκλεινε τα μάτια του από την κόπωση ή ήθελε να συγκεντρωθή, να εντείνη την προσοχή του, να δώση άνεση στον εξομολογούμενο, να μη τον κυττά στα μάτια.
Κάτι παρόμοιο διηγούνται και για τον πνευματοφόρο αγιορείτη παπα-Σάββα τον πνευματικό. Έψαχνε να βρη τρόπους να βοηθήση τα αγαπημένα του τέκνα. «Λέγετε, ακούω», έλεγε με κλειστά μάτια.
Ο Άγιος Ιερώνυμος τιμάται στις 9 Μαΐου.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη, «Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, ο Γέρων της «Αναλήψεως», έκδοση Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρα, Άγιον Όρος.