Διεύθυνση


Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

ΕΨΑΞΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε. Και τίποτα δεν τον σταματούσε. Μήτε η βροχή και τα λασπωμένα πεζοδρόμια, μήτε τα ψυχρά, γεμάτα εκνευρισμό κορναρίσματα των αυτοκινήτων. Τα προσπερνούσε όλα βιαστικά και συνέχιζε να τρέχει. Σαν έμπαινε σε πιο σκοτεινά δρομάκια, όπου υπήρχε λιγότερο φως, η σκιά του τον φόβιζε περισσότερο από τις παρέες των κοινωνικών αποβρασμάτων που κυκλοφορούσαν εκείνες τις ώρες. Φοβόταν πως θα γίνει σαν κι αυτούς, σώμα χωρίς ψυχή. Φοβόταν πως έστω και τα λίγα δείγματα ανθρωπιάς που του έχουν μείνει θα εξαφανιστούν. Φοβόταν πως δεν είχε άλλες ελπίδες. Φοβόταν. Δεν σταματούσε όμως. Ο φόβος του τον έτρεφε, του έδινε δύναμη. Και έτσι συνέχισε να τρέχει. 

Σαν έφτασε στο λιμάνι οι δείκτες έδειχναν 5.00. Ξημέρωνε. Ένα πλοίο είχε μόλις φτάσει και ξεφόρτωνε την ανθρώπινη μάζα του. Φωνές, κλάματα, χαμός. Κατάφερε όμως να τον αναγνωρίσει. Καθότανε στο παγκάκι του με το μικρό κορίτσι στην αγκαλιά. Η μικρή δεν θα ήταν πάνω από πέντε χρονών και αυτός γύρω στα εικοσιπέντε, πρόωρα όμως γερασμένος. Τους πλησίασε επιφυλακτικά. Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που παραδόξως δεν ήταν γεμάτο κακία και μίσος, αλλά καλοσύνη και ζεστασιά. Του χαμογέλασε.

-Συγγνώμη για πριν. 
-Δεν πειράζει, ούτε ο πρώτος είσαι ούτε ο τελευταίος. 
-Δεν το ήθελα. Απλά βιαζόμουν  και το κορίτσι πετάχτηκε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να το δω. Πως είναι τώρα;
-Καλά είναι μην ανησυχείς.
-Ωραία. 
Γύρισε να φύγει. Καθώς απομακρυνόταν, μόλις που πρόλαβε να ακούσει το κορίτσι να ρωτάει:
-Ποιος ήταν αυτός μπαμπά;
-Κάποιος που έμαθε να αγαπάει!

                                    Μ.Π.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.