Διεύθυνση


Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

O AΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ (3)

Εκείνη τη στιγμή έγραφε «παραινετικήν επιστολήν προς φίλον αδελφόν ιερομόναχον». Ξαφνιάστηκε με τον θόρυβο. Ο κονδυλοφόρος ξέφυγε από τα δάχτυλα, η πένα πέταξε μια σταγόνα μελάνι στο χαρτί.
-Προς τι ο θόρυβος, τι συνέβη;
-Κύριε σχολάρχα, Σεβασμιώτατε… με συγχωρείτε, από δω ο Παπαχρήστου με είπε επήκοον όλων σφετεριστή, δηλαδή κλέφτη.
-Είναι δυνατόν, αληθεύει; σιγορώτησε ήρεμος.
-Ψέματα λέει… μου ύβρισεν την πατρίδα. Είπε ότι οι Μετσοβίτες είμαστε Τουρκόγυφτοι και τρώμε νύχτα μέρα γιαούρτι.
-Σοβαρώς;
-Να σας πω, πετάχηκε ο τρίτος. Να σας πω την αλήθεια. Δεν του έδωσε να διαβάσει κάποια φυλλάδα, κάποιο περιοδικό…
-Ποιο περιοδικό;
-Όχι περιοδικό… βιβλίο.
-Ποιο βιβλίο;
-Το ημερολόγιον του Σκόκου.
-Πώς βρέθηκε εις την Σχολήν το Ημερολόγιο του Σκόκου;
-Δεν είναι ολόκληρο… είναι φύλλα- φύλλα. Το πέρασε κρυφά ο Περιτζόγλου.
-Κι εσύ διατί κατηγορείσαι;
-Αυτός, κύριε Διευθυντά, πετάχτηκε κι έλαβε τον λόγο ο παιδονόμος, αυτός είναι ο καθαυτό υποκινητής της φασαρίας. Τους ερέθιζε με τρόπο και τους έσπρωχνε να χτυπηθούν για να γελάει.
Ακολούθησε σιγή. 
Γύρισε, τους κοίταξε στα μάτια έναν- έναν. Τους κοίταξε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, χλωμός βουβός, πικραμένος. 
-Αυτά όλα τα οποία εκάματε, άρχισε σιγά σιγά να λέει, με λυπούν βαθύτατα. Με αναγκάζουν να τιμωρήσω τον εαυτόν μου.
-Τον εαυτόν σας, κύριε Σχολάρχα; έκανε καταγεμάτος απορία ο παιδονόμος.
-Μάλιστα. Να τιμωρήσω τον εαυτόν μου εις απεργίαν πείνης. Κύριε παιδονόμε, από ταύτην την μεσημβρίαν θα ειδοποιήσετε τον μάγειρον επί τρεις ημέρας να μην μου αποστέλλει φαγητόν. Εξηγήθημεν; Την ώρα του φαγητού θα προσεύχομαι διά το πρόβλημα.
-Μάλιστα.
-Με λυπούν, παιδιά μου, με λυπούν.. σεις, αυριανοί ιερείς του Υψίστου! Πηγαίνετε, παρακαλώ, και είθε ο Κύριος να αποστείλει έλεος και φωτισμόν… είθε να σας συγχωρήσει.
Απόμειναν άναυδοι. Απόμειναν να τον κοιτάζουν. Τα μάτια του μέσα στη σοβαρότητα και τη συντριβή τους τόξευαν κάτι το ανομολόγητο, κάτι το μεγαλειώδες. 
-Πηγαίνετε.. ξανάκουσαν τη φωνή του. Και παρακαλώ μέχρι της μεσημβρίας να έχετε πλήρως συμφιλιωθεί. Διότι αλλιώς θα συνεχίσω την τιμωρίαν.
Τα πόδια κινήθηκαν, τα παπούτσια σύρθηκαν στο πάτωμα. Βγήκαν από το γραφείο ένας- ένας σκυφτοί, κατακίτρινοι, συνεπαρμένοι από φόβο και δέος.
Το μεσημέρι και οι τέσσερις δεν φάνηκαν στην τράπεζα, δεν έβαλαν μπουκιά στο στόμα. Κλείστηκαν στις κάμαρές τους και έκλαψαν. Έκλαψαν όσο ποτέ στη ζωή τους. 
(…)
Ατάραχος και με γλυκό βλέμμα, μαθημένος από άσκηση, μαθημένος από στέρηση, πραγματικά νήστεψε κείνο το τριήμερο, πραγματικά προσευχήθηκε για την προκοπή της Σχολής. 
Οι μαθητές ένας- ένας κατέβασαν μέσα στους τις αιχμηρές λόγχες, μάλαξαν τις τη σκληρία της καρδιάς, έπιασαν σιγά σιγά να «κάμπτωνται», να γίνονται διαφορετικοί. Έπιασαν να προσέχουν, να δέχονται την Άγια Χάρη. Άρχισαν κάπως να καταλαβαίνουν τι θα πει παπάς, ιερέας Χριστού του Εσταυρωμένου. 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Άγιος του αιώνα μας- Ο Όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς», του Σώτου Χονδρόπουλου, Εκδόσεις Καινούργια Γη





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.